εὐπετές

εὐπετές
εὐπετής
falling well
masc/fem voc sg
εὐπετής
falling well
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευπετής — εὐπετής, ές (ΑΜ) 1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά 2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής 3. (για τον ρυθμό τού λόγου) εύστροφος, ευφραδής 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετές η ευστροφία τού λόγου 5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”